- Ψαρά
- Μικρό νησί 18 χλμ. ΒΔ της Χίου. Έχει έκταση 39,77 τ. χλμ. και ένα μοναδικό οικισμό, τα Ψαρά (; κάτ.). Στο νησί υπάρχει επίσης η μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Διοικητικά το νησί υπάγεται στον νομό Χίου. Γυμνό, ξηρό και άγονο (ψηλότερη κορυφή 531 μ.), το νησί είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένο με τη νεότερη ιστορία και με τον Αγώνα του 1821.
Ιστορία. Το νησάκι είναι γνωστό ήδη από την αρχαιότητα με τις ονομασίες Ψύρα και Ψυρία (και στον Όμηρο: Ψυρίη), αλλά με ελάχιστες, γεωγραφικές μόνο, πληροφορίες. Αυτό οφείλεται βέβαια στην ασημαντότητά του κατά τους αρχαίους χρόνους (δεν παρήγε σχεδόν κανένα προϊόν, δεν είχε ούτε βουνά, ούτε δάση, ούτε πανίδα), γεγονός που αποτέλεσε και την αιτία για τη δημιουργία (στην κλασική, αλλά και στη βυζαντινή εποχή) παροιμιώδους ειρωνικής έκφρασης για ευτελή και άχρηστα ζητήματα (Ψύρα τον Διόνυσον άγοντες, Φώτιος, Σουίδα). Πάντως υπάρχουν μαρτυρίες των πηγών (Ευστάθιος, Δημοσθένης) που κάνουν λόγο για την ύπαρξη πόλης και λιμανιού· η πόλη αυτή πρέπει να βρισκόταν, όπως μαρτυρούν τα ελάχιστα αρχαιολογικά ευρήματα, στην ίδια ακριβώς θέση όπου και η κωμόπολη των Ψ., αυτή που καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1824. Στο ίδιο μέρος βρέθηκαν κατά καιρούς και λείψανα ψηφιδωτών και άλλων μνημείων της βυζαντινής εποχής, τα οποία πιστοποιούν την ύπαρξη πόλης, ή κωμόπολης ή ίσως και μοναστικού κέντρου στα Ψ. και κατά τα μεσαιωνικά χρόνια. Σύμφωνα εξάλλου με τοπικές παραδόσεις, οι κάτοικοι του νησιού κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βίαια τις εστίες τους και να μετοικήσουν στην Αίνο (σε τόπο που ονομάστηκε Ίψελε καζασί), επειδή είχαν συνεργαστεί με χριστιανικές ναυτικές δυνάμεις στο Αιγαίο, με τους ιππότες της Ρόδου ή άλλους εχθρούς των Οθωμανών. Πάντως, η θέση της παλαιάς κωμόπολης των Ψ. βρισκόταν, όπως αναφέρουν και πάλι οι τοπικές παραδόσεις, στη θέση Αρχοντίκι και Χαλάσματα και η ερήμωσή της πρέπει απαραίτητα να έγινε πριν από τα μέσα του 16ου αι., αφού Βενετός ναυτικός του 1553, που πέρασε από το νησί πηγαίνοντας προς τη Σμύρνη, ανέφερε στην κυβέρνησή του ότι το βρήκε εντελώς έρημο.
Άγνωστη είναι επίσης η χρονολογία των νέων εποικισμών των Ψ. με νέους κατοίκους από τη Θεσσαλία, την Εύβοια και την Ήπειρο. Φαίνεται πάντως ότι ο τελικός σταθμός των επήλυδων δεν θα ήταν τα Ψ., αλλά η απέναντι μικρασιατική παραλία, που προσείλκυε πάντοτε κατοίκους της κυρίως ελληνικής χερσονήσου, επειδή είχε τη φήμη ανεκτικότερης τουρκικής κυριαρχίας. Κατά τη διάρκεια λοιπόν των ταξιδιών των Ελλήνων προς τη Μικρά Ασία και κατά τον 17o κυρίως αι., αρκετοί Πηλιορείτες, Ευβοείς και Ηπειρώτες κατέληγαν, λόγω κακών καιρικών συνθηκών, στα Ψ. και αποφάσιζαν να εγκατασταθούν εκεί, αφού πρώτα αγόραζαν από τους Τούρκους ιδιοκτήτες τους (που έμεναν στη Χίο) κτήματα και γη για να επιβιώσουν. Για να αποφύγουν τις συχνές επιδρομές των πειρατών του Αιγαίου έχτισαν και υποτυπώδες φρούριο, στην κορυφή που βρισκόταν ο κατεστραμμένος (στα 1824) από τους Τούρκους ναός του Aγίου Νικολάου, τοποθεσία που ονομάστηκε αργότερα Παλιόκαστρο.
Η αδυναμία της γης των Ψ. να θρέψει τους νέους κατιίκους (που όλο και αυξάνονταν με νέες αφίξεις εποίκων) έστρεψε τους Ψαριανούς προς τη θάλασσα. Έτσι, άρχισε η ναυπήγηση στα Ψ. μικρών πρώτα καραβιών (σακολέβες) και τα πρώτα ταξίδια των κατοίκων στη Χίο, Μυτιλήνη, Μικρά Ασία και ανατολική Θεσσαλία (παλιές πατρίδες πολλών Ψαριανών). Αλλά η ναυτική δράση των Ψαριανών αρχίζει από τα τέλη του 18ου αι. Κατά την εποχή της κυριαρχίας του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο (1770-74) –που ακολούθησε τα ορλοφικά και την καταστροφή των Τούρκων στο Τσεσμέ– οι Ψαριανοί συνεργάστηκαν με τους Ρώσους, επαναστάτησαν και αυτοί μαζί με άλλα αιγαιοπελαγίτικα νησιά και άρχισαν να εξοπλίζουν καράβια για καταδρομές στα παράλια της ανατολικής Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Θράκης και της Ιωνίας. Οι επιδρομές αυτές είχαν στην αρχή ως στόχους τουρκικές θέσεις και πλοία, αλλά σύντομα εξελίχθηκαν σε πειρατικές επιχειρήσεις εναντίον μουσουλμάνων και χριστιανών ακόμα όπως π.χ. εναντίον των φιλειρηνικών κατοίκων της γειτονικής Χίου, στους οποίους οφείλονται και οι εξής χαρακτηριστικοί στίχοι δημοτικού τους τραγουδιού: Ψαριανοί παντίδοι, κλέφτες και σκυλιά, / χιώτικα καράβια δεν πιάνετένε πια.../.
Η κατάσταση ωστόσο αυτή έγινε κρίσιμη για τους όψιμους κουρσάρους μετά τη λήξη του πολέμου, την υπογραφή της ρωσοτουρκικής συνθήκης του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή (1774), και κυρίως μετά την αποχώρηση του ρωσικού στόλου από το Αιγαίο. Μόνο με τη δωροδοκία των Τούρκων αξιωματούχων και ιδιαίτερα του καπουδάν πασά Χασάν έγινε δυνατή η αποφυγή της καταστροφής. Αλλά και οι Ψαριανοί αναγκάστηκαν και εξαφάνισαν τις γολέτες τους, με τις οποίες είχαν μετατρέψει το νησάκι τους σε μικρή Μάλτα (Κιουτσούκ Μάλτα, όπως τη χαρακτήρισαν οι Τούρκοι), για να ξαναγυρίσουν στο ειρηνικό και περιορισμένο ναυτιλιακό τους έργο με τις ταπεινές σακολέβες. Παρ’ όλα αυτά, η Πύλη, για να αποτρέψει ενδεχόμενη συμμετοχή των Ψαριανών στις επιχειρήσεις των φιλορώσων κουρσάρων κατά τον δεύτερο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787-92), φρόντισε και κράτησε δυο μεγάλα καράβια και 16 σακολέβες των Ψ. στην Κωνσταντινούπολη έως την υπογραφή της συνθήκης του Ιασίου. Ταυτόχρονα απειλούσε με εκτοπισμό όλους τους κατοίκους του νησιού σε περίπτωση εξέγερσής τους. Τα γεγονότα αυτά έπεισαν τους Ψαριανούς να μην ακολουθήσουν τον καταδρομικό στολίσκο του Λάμπρου Κατσώνη στις επιχειρήσεις του στο Αιγαίο. Ορισμένοι ωστόσο Ψαριανοί ναυτικοί τόλμησαν και πήραν μέρος σε αρκετές επιδρομές του Έλληνα κουρσάρου (όπως π.χ. στην καταστρεπτική για τους Έλληνες ναυμαχία κοντά στην Άνδρο)· από αυτούς, όσοι έπεσαν στα χέρια των Τούρκων, οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και εκτελέστηκαν με απαγχονισμό. Με την έκρηξη του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου του 1806-12 οι Ψαριανοί δέχτηκαν και πάλι τις πιέσεις των Ρώσων –με τον απεσταλμένο του ναυάρχου Σενιάβιν Παλατίνο– για να πάρουν μέρος σε αντιτουρκικές επιχειρήσεις. Αλλά τα προηγούμενα παθήματα από την τακτική των Ρώσων τους έπεισαν να κρατηθούν μακριά από κάθε είδος πολεμικής ενέργειας. Ο ναυτικός ωστόσο αποκλεισμός που επέβαλε ντε φάκτο ο ρωσικός στόλος στα παράλια του βόρειου Αιγαίου έδωσε ευκαιρίες στους Ψαριανούς –που είχαν φροντίσει να αποκτήσουν ρωσικά διαβατήρια από το Σενιάβιν– να αναπτύξουν έντονη εμπορική δραστηριότητα, να ναυπηγήσουν περισσότερες από 150 σακολέβες και να αψηφούν τις επιδρομές των Ελλήνων κουρσάρων των Βόρειων Σποράδων, που έκαναν επιθέσεις εναντίον κάθε εμπορικού πλοίου (ανεξαρτήτως εθνικότητας) που πλησίαζε στα νερά τους. Η αμφίρροπη αυτή κατάσταση κράτησε έως το τέλος του πολέμου και, με μικρές παραλλαγές, έως την έναρξη της Επανάστασης του 1821.
Eν τω μεταξύ οι κάτοικοι των Ψ. είχαν οργανώσει και την εσωτερική τους διοίκηση, η οποία στηρίχθηκε στην άνεση της σχετικής αυτονομίας που τους αναγνωρίστηκε· στις γενικές της γραμμές, ακολούθησε ανάλογες θεσμικές μορφές που ίσχυαν σε άλλα αιγαιοπελαγίτικα νησιά (Μύκονος κλπ.). Το βασικό όργανο της διοίκησης αποτελούσε ομάδα από 4 δημογέροντες· εκλέγονταν κάθε χρόνο (συνήθως τον μήνα Μάρτιο) μέσα στην εκκλησία του Aγίου Νικολάου από 40 εκλέκτορες, τους οποίους πάλι όριζε η γενική συνέλευση όλων των κατοίκων, διαλέγοντάς τους ανάμεσα στους ιδιοκτήτες των μεγάλων και μικρών καραβιών (καπεταναίους και καραβοκυραίους), τους εμπόρους και τους διακεκριμένους ναυτικούς. Οι δημογέροντες υπηρετούσαν αμισθί και δεν είχαν δικαίωμα να αρνηθούν την εκλογή τους. Καθήκον τους ήταν η εσωτερική διοίκηση, η εκπροσώπηση του νησιού στις τούρκικες αρχές, η είσπραξη και καταβολή στον καπουδάν πασά του κεφαλικού φόρου (χαράτσι), η συλλογή των δημόσιων εσόδων και η τιμωρία όσων είχαν καταδικαστεί για πταίσματα (τα κακουργήματα εκδικάζονταν από τη γενική συνέλευση των νοικοκυραίων ή όλων των κατοίκων του νησιού). Για εξαιρετικά κρίσιμες υποθέσεις εκλέγονταν οι αιρετοκριταί, με καθήκον να εξετάζουν τα σχετικά προβλήματα και να δίνουν στη δημογεροντία έγγραφη έκθεση γι’ αυτά. Σε σπάνιες περιπτώσεις την τελική απόφαση την έπαιρνε γενική λαϊκή συνέλευση των Ψαριανών. Η δημογεροντία σφράγιζε τα επίσημα έγγραφα της διοίκησης με δύο σφραγίδες, μια (για τα αναφερόμενα σε εσωτερικά θέματα κυρίως) χωρισμένη σε 4 κομμάτια, με την παράσταση της Παναγίας, και μια, με την παράσταση του Aγίου Νικολάου (για τα ναυτιλιακά ζητήματα).
Εκτός από τις υποχρεώσεις των Ψ. για την καταβολή του κεφαλικού φόρου και των έκτακτων χρηματικών εισφορών στον καπουδάν πασά ή στον Έλληνα δραγουμάνο του, υποχρεώνονταν να δίνουν στον οθωμανικό στόλο 50-100 ναύτες, αριθμός που σε καιρό πολέμου ανέβαινε στους 200 και πάνω. Κατά τις παραμονές όμως της Επανάστασης η δημογεροντία κατόρθωσε να πείσει τον καπουδάν πασά να δεχτεί, αντί της ναυτολογίας, την ανάλογη χρηματική αποζημίωση, με την οποία κάλυπτε με το παραπάνω τις δαπάνες για τη συγκρότηση και τη διατήρηση ισάριθμου ναυτικού σώματος.
Το εκκλησιαστικό καθεστώς των Ψ. διαμορφώθηκε με την υπαγωγή του νησιού στους πατριαρχικούς έξαρχους του Αιγαίου. Ο έξαρχος των Ψ. είχε στη δικαιοδοσία του και τα χωριά της Χίου, Πυργί και Βολισσός. Το 1808 ως έξαρχος είχε ήδη οριστεί επίσκοπος. Από τότε τα Ψ. μετατράπηκαν σε επισκοπή, τον θρόνο της οποίας ανελάμβανε συνήθως Ψαριανός ιερωμένος.
Κατά την εποχή των ναπολεόντειων πολέμων οι Ψαριανοί δεν ήταν δυνατόν να υστερήσουν από τους ναυτικούς της Ύδρας και των Σπετσών στην πρωτοφανή τότε ανάπτυξη ναυτιλιακής δραστηριότητας, προπάντων, στα αποκλεισμένα από τους Άγγλους γαλλικά και γαλλοκρατούμενα εδάφη. Έτσι, με οθωμανική, ρωσική ή και άλλης εθνικότητας σημαία, μετέφεραν στάρι κυρίως από τη νότια Ρωσία, αλλά και άλλα προϊόντα από την ανατολική στη δυτική Μεσόγειο. Σιγά σιγά το ναυτικό τους, για να ανταπεξέλθει στις συνηθισμένες τότε επιθέσεις των βορειοαφρικανικών πειρατών, εξοπλίστηκε με κανόνια και άλλα πυροβόλα όπλα, γεγονός που εξάσκησε τους Ψαριανούς –όπως και τους άλλους Έλληνες ναυτικούς– στα πολεμικά, προετοιμάζοντάς τους έτσι για την επερχόμενη Επανάσταση. Από την άλλη μεριά, οι ανάγκες για μακρινά ταξίδια (πολλά ψαριανά καράβια έφταναν όχι μόνο έως το Γιβραλτάρ, αλλά και έως τη Νότια Αμερική) ανάγκασαν τους ναυτικούς των Ψ. να ναυπηγούν και μεγάλα πλοία, εκτός από τις πατροπαράδοτες σακολέβες. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Βαρβάκης ήταν ο πρώτος που ναυπήγησε γαλιότα και μπρίκια και, κατά την Επανάσταση, μεγάλο τρικάταρτο πλοίο με 26 κανόνια. Το 1786 ναυπηγήθηκαν τα μεγάλα πλοία των Ψαριανών καραβοκυραίων Μαρκή Μαλαήτη και των αδελφών Μαμούνη. Με την έκρηξη πάντως της Επανάστασης τα Ψ. διέθεταν 53 μεγάλα και περίπου άλλα 30 μικρά πλοία, κατάλληλα για να μετατραπούν εύκολα σε καταδρομικά. Έτσι, οι Ψαριανοί έρχονται τρίτοι στη σειρά των ναυτικών δυνάμεων της επαναστατημένης Ελλάδας, μετά τους Υδραίους και τους Σπετσιώτες.
Η μύηση των Ψαριανών στη Φιλική Εταιρεία άρχισε λίγα χρόνια πριν από την έκρηξη της Επανάστασης. Αλλά η ευρεία διάδοση της κίνησης στο νησί έγινε μετά την άφιξη εκεί, τον Ιανουάριο του 1821, του Δημητρίου Θέμελη, ο οποίος οργάνωσε τα νέα μέλη με την ονομασία εφορία δήμου των Αχαιών. Μετά την έναρξη της εξέγερσης στη Μολδοβλαχία, η δημογεροντία φρόντισε και συγκέντρωσε το μεγαλύτερο μέρος των πλοίων των Ψ. από τα διάφορα λιμάνια στα οποία ήταν σκορπισμένα, ώστε να αποφύγουν αυτά ενδεχόμενους αποκλεισμούς· έτσι θα μπορούσαν οι Ψαριανοί να δράσουν ενωμένοι μετά την κήρυξη της Επανάστασης στη νότια Ελλάδα. Τέλος, αφού ήρθαν σε συνεννόηση με την Ύδρα και τις Σπέτσες, κήρυξαν την Επανάσταση την ημέρα του Πάσχα του 1821. Στην αρχή ο στόλος των Ψ. ανέλαβε τον αποκλεισμό των μικρασιατικών παραλίων, από όπου ετοιμάζονταν να επιβιβαστούν για την Ελλάδα σοβαρές στρατιωτικές ενισχύσεις των Τούρκων. Ως ναύαρχος των Ψ. ορίστηκε ο Φιλικός Νικόλαος Αποστόλης. Μικρές ναυτικές μοίρες ανέλαβαν επίσης να παραπλέουν το Άγιο Όρος και τα μακεδονικά παράλια, ενώ άλλα στάλθηκαν στην Έφεσο και στα Άσπρα Χώματα έως τον Τσεσμέ. Στις 26 Απριλίου ενώθηκαν οι στόλοι της Ύδρας και των Ψ. και άρχισαν πλέον οι θρυλικές κοινές ναυτικές τους επιχειρήσεις, πυρπολήσεις, ναυμαχίες (κατά το 1821, 1822 και 1823) και συστηματικοί αποκλεισμοί των τουρκικών ορμητηρίων. Στα γεγονότα αυτά αναδείχθηκαν αρκετοί πυρπολητές και ναυτικοί, που εκπροσωπούνται από τον Παπανικολή, τον Πιπίνο, τον Μπουρέκα, τον Βρατσάνο, τον Μανιάτη και τον (Παργινό αλλά πολιτογραφημένο Ψαριανό) Κωνσταντίνο Κανάρη.
Οι δυσμενείς για τους Τούρκους στρατιωτικές εξελίξεις οδήγησαν στην ανάμειξη του αιγυπτιακού στόλου· αυτό είχε ως αποτέλεσμα αποδέσμευση του τουρκικού, ο οποίος, στις 20 Ιουνίου 1824, εμφανίστηκε με 140 πλοία μπροστά στα Ψ., όπου στο μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί περίπου 20.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και το Αιγαίο, μαζί με 1.200 Θεσσαλούς οπλοφόρους. Η συνέλευση των κατοίκων αποφάσισε (ύστερα από επιμονή των προσφύγων) να αντιμετωπίσει τους Τούρκους στην ξηρά. Έτσι, αχρηστεύθηκαν τα πλοία των Ψαριανών που ναυλοχούσαν στο νησί και ο τουρκικός όγκος κατόρθωσε εύκολα να αποβιβαστεί, να εξουδετερώσει το ένα μετά το άλλο τα ερείσματα των Ελλήνων (Κάναλος, Φτελιό, Παλιόκαστρο, Δασκαλειό) και να συντρίψει τους μάχιμους και άμαχους υπερασπιστές των Ψ. Ακολούθησε τρομερή καταστροφή των πάντων και αιχμαλωσία χιλιάδων γυναικόπαιδων.
Ένα μέρος των Ελλήνων (μαζί με τον Κανάρη, 16 πλοία και 7 πυρπολικά) κατόρθωσε να ξεφύγει. Οι φυγάδες εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην Αίγινα, στο Ναύπλιο και στη Μονεμβασία. Το κατεστραμμένο και εγκαταλελειμμένο νησί έμεινε έτσι σχεδόν ακατοίκητο έως τους Βαλκανικούς πολέμους. Μετά τη λήξη της Επανάστασης και τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, οι Ψαριανοί συνοικίστηκαν στην Ερέτρια, που πήρε την ονομασία Νέα Ψαρά. Στις 22 Οκτωβρίου του 1912, το ελληνικό αντιτορπιλλικό Ιέραξ κατέλαβε τα Ψ., κλείνοντας έτσι τη μακραίωνη εκεί περίοδο της τουρκοκρατίας. Τότε πέρασε ένα μικρό μέρος των παλαιών προσφύγων στην προγονική πατρίδα, αποτελώντας, με όσους είχαν τελικά μείνει στο νησί, τη μικρή κοινότητα των Παλαιών Ψαρών, στην οποία περιλαμβάνονται τώρα και τα Αντίψαρα.
Άποψη της παραλίας των Ψαρών (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη των Ψαρών.
Dictionary of Greek. 2013.